ἀφαιρεῖ — ἀφαιρέω take away from pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀφαιρέω take away from pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀφαιρέω take away from pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀφαιρέω take away from pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… … Dictionary of Greek
μἀφαίρει — ἀ̱φαίρει , ἀφαιρέω take away from imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀφαίρει , ἀφαιρέω take away from pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀφαίρει , ἀφαιρέω take away from pres imperat act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИРЕНЫ — • Ειρενες (ιρενες), назывались в Спарте юноши от 20 до 30 го года, именно младшие πρωτει̃ραι, старшие αφαιρει̃ς. Они были обязаны служить в строю и имели право (ср. Plut. Lyc. 17) наблюдать за отрядами (αγέλαι) мальчиков и… … Реальный словарь классических древностей
ακρωτηριαζόμενος — Αυτός που γίνεται ευνούχος μετά από χειρουργική επέμβαση, κυρίως για λόγους θρησκευτικούς. Αναφέρονται αρκετές τέτοιες περιπτώσεις χριστιανών (όπως ο Ωριγένης, δάσκαλος της Αλεξανδρινής σχολής), οι οποίοι ερμήνευαν κατά λέξη σχετικές περικοπές… … Dictionary of Greek
αναιρέτης — ἀναιρέτης, ο (θηλ. έτις) (ΑΜ) [ἀναιρῶ] αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, δολοφόνος, φονιάς … Dictionary of Greek
αποστράγγιση — η 1. το να στραγγίζει κανείς κάτι εντελώς, να του αφαιρεί τα υγρά 2. η αποξήρανση ελώδους τόπου με αποχέτευση των υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστραγγίζω. Η λ. μαρτυρείται με τη σημασία 2. από το 1879 στον Παναγ. Γεννάδιο, ως απόδοση του γαλλ.… … Dictionary of Greek